- ανήλικος
- Α. θεωρείται, κατά τον Αστικό Κώδικα, όποιος δεν έχει συμπληρώσει το 18o έτος της ηλικίας του. Όποιος μάλιστα δεν έχει συμπληρώσει το 10o έτος αποκλείεται από κάθε είδους δικαιοπραξία και δεν ευθύνεται για τη ζημία που προξένησε σε περίπτωση αδικήματος. O α. που συμπλήρωσε το 10ο έτος αποκτά περιορισμένες ικανότητες για δικαιοπραξία και ευθύνεται για τις ζημιές που προξένησε σε τρίτους. Όταν συμπληρώσει το 14ο έτος, μπορεί να εκμισθώσει την εργασία του, αν συμφωνεί σε αυτό o πατέρας ή o επίτροπος, και μπορεί να διαθέτει ελεύθερα ό,τι κερδίζει από την εργασία του. Εκείνος που συμπλήρωσε το 18o έτος μπορεί να συντάξει διαθήκη, αλλά μόνο δημόσια ή έκτακτη, και όχι ιδιόγραφη ή μυστική. O α. πρέπει να κατοικεί με τους γονείς του και, σε περίπτωση διάστασής τους, με τον πατέρα του ή με τη μητέρα του, ανάλογα προς τις αποφάσεις της αρμόδιας δικαστικής αρχής. Όταν o α. παντρευτεί, γίνεται αυτόματα χειράφετος και μπορεί να αναζητήσει μόνος του την εξεύρεση μέσων για τη συντήρησή του. O α. δεν μπορεί να παραστεί στο δικαστήριο, αλλά εκπροσωπείται από νόμιμο αντιπρόσωπό του. Δεν επιτρέπεται επίσης προσωπική κράτηση των α. Γενικά, α. θεωρούνται τα άτομα από 7 έως 17 ετών συμπληρωμένων. Μέχρι το 12o έτος λέγονται παιδιά και έπειτα έφηβοι. Στους α. δεν καταλογίζονται οι πράξεις τους, παραπέμπονται όμως σε κατάλληλα ιδρύματα αγωγής. Το ίδιο συμβαίνει και με τους εγκληματίες εφήβους. Στους εγκληματίες της μετεφηβικής ηλικίας (17 έως 21 ετών) οι αξιόποινες πράξεις τους καταλογίζονται, αλλά το δικαστήριο μπορεί να τους επιβάλει μικρότερη ποινή. Με ειδικές εξάλλου διατάξεις τιμωρούνται ορισμένες αξιόποινες πράξεις που στρέφονται κατά των α. (αποπλάνηση, ασέλγεια, παραμέληση εποπτείας, παραπλάνηση σε χρέη, εγκατάλειψη από τους γονείς και άλλες αξιόποινες πράξεις).
* * *-η, -ο (AM ἀνήλικος, -ον)ο μη ενήλικος, αυτός που βρίσκεται ακόμη στην παιδική ή εφηβική ηλικία, αυτός που δεν έχει ενηλικιωθεί.
Dictionary of Greek. 2013.